.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Εκτός από την πυκνή αποτύπωση των κειμένων του τόμου που περιλαμβάνει, και εμπνεόμενη από τις θεωρητικές και μεθοδολογικές παρακαταθήκες του έργου του Γιανουλόπουλου, η Εισαγωγή αυτή τονίζει αφοριστικά δύο, αλληλένδετα μεταξύ τους ζητήματα που ενέσκηψαν στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας κριτικής: (α) τη σχέση ιστορικών γεγονότων και ερμηνείας και (β) το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας. (α) Η ιστοριογραφική συζήτηση, συχνά πομπώδης και φιλοσοφίζουσα, βαρύνεται εντούτοις με χτυπητές λογικές ανακολουθίες και χάσματα.
Δεσπόζουσα ανάμεσά τους είναι η νοηματική συναίρεση ιστορικών γεγονότων από τη μια, και της ερμηνείας τους από την άλλη. Υποστηρίχθηκε συγκεκριμένα πως, καθώς κάθε πραγματολογία διαμεσολαβείται από την παρέμβαση του ιστορούντος υποκειμένου, ανερμήνευτο παρελθόν «δεν υφίσταται». Είναι όμως έτσι; Ή μήπως το συμπέρασμα υπερβαίνει και παραχαράσσει τις προκείμενες; Όσο πολλές, υπαινικτικές και ως εκ τούτου δυσδιάκριτες και αν είναι οι επιμέρους εκδοχές του επιχειρήματος, η απλότητα του τελευταίου παραμένει απαράγραπτη. Η πρόταση, λ.χ., ότι τη στιγμή της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, ο ελληνικός πληθυσμός της ήταν τρίτος σε μέγεθος, μετά τους εβραίους και τους μουσουλμάνους είναι είτε αληθής είτε ψευδής και τρίτη επιλογή δεν υπάρχει. Η σχετικοποίηση, αντιθέτως, ολόκληρου του φάσματος συμβάν-πραγμάτευση-ερμηνεία όχι μόνο την κριτική σκέψη δεν προάγει, αλλά – τουναντίον – μας απειλεί με θεωρητικό παλιμπαιδισμό. (β) Υφίσταται «πραγματικό» παρελθόν ανεξάρτητα από τις αξιακές, μεθοδολογικές και αφηγηματικές προτιμήσεις του ιστορικού; Μπορούμε τελικά να ξεχωρίσουμε τα res gestae από την historia rerum gestarum. Αναλογιζόμενοι μια από τις κλασικές ρήσεις του E. H. Carr  ότι «επειδή ένα βουνό φαίνεται να έχει διαφορετικά σχήματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δεν σημαίνει πως αντικειμενικά ή δεν έχει καθόλου σχήμα ή έχει μια απειρία σχημάτων», μπορούμε ασφαλώς να απαντήσουμε καταφατικά. Καθώς η ιστορία τού κάθε ιστορικού αποτελεί «δική του» σύνθεση, δεν μπορεί βέβαια ποτέ να είναι «ουδέτερη». Όμως δεν συνάγεται εξ αυτού ότι δεν είναι και «αληθής» (με την έννοια της μη παραποίησης ή της μη εμπρόθετης αποσιώπησης εμπειρικού υλικού) – σε αντίθετη περίπτωση δεν πληροί τις προϋποθέσεις της επιστημονικής εγκυρότητας. Η ιστοριογραφική φαντασία εξακολουθεί βέβαια να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο – οι πηγές δεν μιλούν από μόνες τους, και πράγματι «απαντούν» σε ερωτήματα που ο ιστορικός θέτει για δικούς του συγκεκριμένους επιστημικούς και θεωρητικούς λόγους – η ερμηνεία «είναι το αίμα της ζωής για την Ιστορία», έγραψε ο Carr. Πάντοτε όμως εντός των ορίων μιας δυνάμενης να τεκμηριωθεί παρελθοντικής πραγματικότητας.

Η αντιδιαστολή ανάμεσα στην ερμηνεία και τα πραγματολογικά στοιχεία οφείλει να μας απασχολήσει όχι λόγω της θεωρητικής της ευρηματικότητας, αλλά γιατί ανοίγει διάπλατα την πόρτα στον αντιδραστικό ιρασιοναλισμό – μέσω της άποψης ότι, αφού τα «πραγματικά περιστατικά» είναι απροσπέλαστα (κάθε ιστορία είναι εξίσου ερμηνευμένη), μια εμπειρικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία μπορεί να ανασκευαστεί με ένα απλό «δεν το πιστεύω» ή «δεν με νοιάζει». Πρόκειται για στοιχείο που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι σύγχρονες αντιδραστικές ιδεολογίες (π.χ.στην Ελλάδα, κατά την πρόσφατη διαμάχη για το εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, όταν η προγραμματική υποτίμηση της πραγματολογίας οδήγησε σε αποχή από τη συστηματική κατάδειξη των πολλών εμπειρικών παραχαράξεων στις οποίες προβαίνει η εθνική και, εμπράκτως, εθνικιστική ιστορία). Το γεγονός ότι η αποδόμηση του εθνοκεντρικού κώδικα επιχειρήθηκε συχνά με όρους πραγματολογικού σχετικισμού, με την προσοχή να είναι στραμμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε prima facie ισοδύναμους «αφηγηματικούς τροπισμούς», παρείχε στους πατριδοκάπηλους μια ιδιότυπη νομιμοποίηση μέσω της έμμεσης πλην σαφούς αναγνώρισης του «δικαιώματός» τους να αντιλαμβάνονται την ιστορία έτσι όπως αυτοί επιθυμούν και αναλόγως να την προπαγανδίζουν προς ευήκοα πλήθη. Το κεφάλαιο υποστηρίζει ότι οι γνωστικές προβολές αυτών των θέσεων που απηχούν τη συνεισφορά του Γιανουλόπουλου, συντίθενται και εκβάλλουν σ’ αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «κριτική ιστοριογραφία»: διάβημα πολυσχιδές και πολυεπίπεδο που, γειωμένο στην άοκνη ερευνητική εργασία και τεκμηρίωση, στηλιτεύει την ιδεολογικά εργαλειακή χρήση της ιστορίας.